-
1 поправка
поправка ж 1) η διόρθωση. η επανορθωση (исправление)' η τροποποιήση (изменение)' внести \поправкаи συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις 2) (здоровья) η ανάρρωση* * *жвнести́ попра́вки — συμπληρώνω, κάνω διορθώσεις
2) ( здоровья) η ανάρρωση -
2 компенсация
-и θ.1. αποζημίωση, επανόρθωση•денежная компенсация χρηματική επανόρθωση.
2. (τεχ.) αντιστάθμιση, ισοστάθμιση, ισοψηφισμός. -
3 коррекция
-и θ.1. διόρθωση, επανόρθωση αποκατάσταση.2. (τεχ.)επανόρθωση αυτόματη. -
4 регенерация
1. тех. η αποκατάσταση, η επανόρθωση, η ανάκτηση, η αναγέννηση, η ανάπλαση, η αναζωογόνηση- серебра (из фик-сажей) кфт. η (επ)ανάκτηση του αργύρου/ασημιού2. (нагрев газа или воздуха, поступающих в печь, отработанными продуктами горения) η προθέρμανση (μέσω της επανακτημένης θερμότητας) 3. биол. η αναγέννηση, η αναδημιουργία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > регенерация
-
5 возмещение
возмещениес1. (действие) ἡ ἀποζη-μίωση [-ις], ἡ ἐπανόρθωση [-ις]:\возмещение убытков ἡ ἀποζημίωση, ἡ πληρωμή γιά τίς ζημίες·2. (денежное) ἡ ἀποζημίωση -
6 восстановление
восстановлениес1. ἡ ἀποκατάσταση [-ις], ἡ ἀνασύσταση [-ις], ἡ ἀνασυγκρότηση [-ις]:\восстановление памятника ἀναστήλωση τοῦ μνημείου· \восстановление здоровья (отношений) ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας (τῶν σχέσεων)· \восстановление мира ἡ είρήνευση· \восстановление народного хозяйства ἡ ἀνόρθωση (или ἀνασυγκρότηση) τής ἐθνικής οίκονομίας· \восстановление зда́ния ἡ ἐπιδιόρθωση, ἡ ἐπισκευή κτιρίου· \восстановление связи воен. ἡ ἐπανασύνδεση·2. (в памяти) ἡ ἐπαναφορά στή μνήμη·3. (кого-л. β чем-л.) ἡ ἀποκατάσταση, ἡ ἐπανόρθωση, ἡ παλινόρθωση:\восстановление в правах ἡ ἀποκατάσταση (или ἡ ἐπανάκτηση) τῶν δικαιωμάτων·4. хим. ἡ ἀποξείδωση, ἡ ἀποξυγόνωση[-ις]. -
7 исправление
исправ||лениес1. (действие) ἡ ἐπιδιόρ-θωση [-ις], ἡ ἐπισκευή (механизма и т. п.)Ι ἡ διόρθωση [-ις], ἡ ἐπανόρθωση[-ις] (ошибки, почерка, произношения и т. п.)2. (результат) ἡ ἐπισκευή, ἡ διόρθωση [-ις]:вносить \исправлениеления κάνω διορθώσεις. -
8 компенсация
компенсацияж ἡ ἀποζημίωση [-ις], ἡ ἐπανόρθωση [-ις]. -
9 правка
правкаж1. (исправление) ἡ διόρθω-σΤΐ [-ις], ἡ ἐπανόρθωση [-ις]:\правка корректуры ἡ διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων2. (бритвы и т. ἡ.) τό ἀκόνισμα -
10 реабилитация
реабилитацияж ἡ ἀποκατάσταση [-ις], ἡ ἐπανόρθωση [-ις]. -
11 возобновление
-я ουδ.1. επανάληψη, ξανάρχισμα.2. αναναίωση, επανόρθωση, ανακαίνιση. -
12 восстановление
-я ουδ.1. αποκατάσταση, επανόρθωση• αναστήλωση• ανακαίνιση• ανοικοδόμηση•восстановление разрушенной промышленности η ανόρθωση της καταστραμμένης βιομηχανίας•
восстановление города η ανοικοδόμηση της πόλης•
восстановление здоровья η αποκατάσταση της υγείας.
2. μτφ. αναπαράσταση, επαναφορά (στη μνήμη, φαντασία).3. αποκατάσταση, επαναφορά•восстановление в должности αποκατάσταση στο αξίωμα.
-
13 исправление
-я ουδ.1. επιδιόρθωση, επισκευή.2. διόρθωση, επανόρθωση (λάθους, χαρακτήρα κ.τ.τ.).διόρθωση (κειμένου, χειρογράφου κ.τ.τ.).3. εκτέλεση καθηκόντων•обязанностей секретаря η εκτέλεση των καθηκόντων του γραμματικού.
-
14 наладка
-и θ.1. διόρθωση, επανόρθωση, επισκευή.2. ρύθμιση, ρεγουλάρισμα, κανόνισμα, τακτοποίηση, στρώσιμο. -
15 поправка
-и θ.1. διόρθωση, επιδιόρθωση• επανόρθωση• επισκευή.2. αποκατάσταση καλυτέρευση.3. τακτοποίηση. || δυνάμωμα, γέρεμα. -
16 реабилитация
-и θ.αποκατάσταση (τιμής, φήμης ή δικαιωμάτων). || επανόρθωση αδικίας. -
17 реставрация
-и θ.1. αναστήλωση, επανόρθωση• ανακαίνιση•реставрация дворца αναστήλωση του παλατιού•
реставрация картины ανακαίνιση του πίνακα.
2. παλινόρθωση•реставрация монархии παλινόρθωση της μοναρχίας, αναθρόνιση.
-
18 улаживание
-я ουδ.1. τακτοποίηση, διευθέτηση, διακανονισμός• ρύθμιση• εξομάλυνση.2. συμφιλίωση, συνδιαλλαγή. || συγύρισμα, ευ-θέτιση. || διόρθωση, επανόρθωση.
См. также в других словарях:
επανόρθωση — η (AM ἐπανόρθωσις) [επανορθώνω] νεοελλ. 1. ανασκευή, διόρθωση σφάλματος ή ψεύδους ή ανακριβούς ειδήσεως 2. ικανοποίηση που παρέχεται για πρόκληση βλάβης 3. στον πληθ. οι επανορθώσεις οι αποζημιώσεις που καθορίζονται από συναπτόμενες συνθήκες και… … Dictionary of Greek
επανόρθωση — η 1. η ανόρθωση ξανά, η επαναφορά πράγματος στην προηγούμενη θέση του, αναστήλωση. 2. μτφ., διόρθωση λάθους, ανασκευή ανακρίβειας, διόρθωμα. 3. αποζημίωση, υλική ή ηθική ικανοποίηση. 4. σχήμα λόγου, με το οποίο ο ομιλητής διορθώνει λέξη ή φράση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπανορθώσῃ — ἐπανορθώσηι , ἐπανόρθωσις setting right fem dat sg (epic) ἐπανορθόω set up again aor subj mid 2nd sg ἐπανορθόω set up again aor subj act 3rd sg ἐπανορθόω set up again fut ind mid 2nd sg ἐπανορθόω set up again aor subj mid 2nd sg ἐπανορθόω set up… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
επανορθωτικός — ή, ό (Α επανορθωτικός, ή, όν [επανορθώνω] 1. αυτός που αναφέρεται ή που συντελεί στην επανόρθωση («επανορθωτικές φυλακές, ποινές» κ.λπ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επανορθωτικό ναυτ. σήμα για την επανόρθωση τής τάξεως, για τη διόρθωση τής πορείας … Dictionary of Greek
επανορθώσιμος — η, ο αυτός που επιδέχεται επανόρθωση, που μπορεί ή αξίζει να επανορθωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επανόρθωση + κατάλ. ιμος που δηλώνει δυνατότητα] … Dictionary of Greek
ικανοποίηση — η (Μ ἱκανοποίησις) [ικανοποιώ] νεοελλ. 1. επανόρθωση αδικίας, ζημιάς ή προσβολής που έγινε σε κάποιον 2. επανόρθωση αδικήματος με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη 3. δικαίωση, αναγνώριση κάποιου ο οποίος είχε κατακριθεί 4. χαρά,… … Dictionary of Greek
ρεπαρατίων — ονος, ή, Α επανόρθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. reparatio, ionis «επανόρθωση»] … Dictionary of Greek
επανορθωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που συντελεί στην επανόρθωση, που γίνεται γι αυτή, που μπορεί να επανορθώσει κάτι, διορθωτικός: Επανορθωτικές φυλακές. 2. (ναυτ.), το ουδ. ως ουσ., επανορθωτικό σήμα για επανόρθωση της τάξης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσασις — ἴσασις, ἡ (Μ) [ισάζω] επανόρθωση, σιάξιμο … Dictionary of Greek